Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ 100 χρόνια: οι μελοποιήσεις ποιημάτων του Σενεγαλέζου Λεοπόλντ Σεντάρ Σανγκόρ – συνέβησαν στο στρατόπεδο του Ωρωπού, τον Μάρτιο του 1970, και αποτελούν το τελευταίο έργο του, πριν από τη μετάβαση στο Παρίσι

Υπάρχουν πολλά έργα του Μίκη Θεοδωράκη (29 Ιουλίου 1925-2 Σεπτεμβρίου 2021), που δεν είναι ευρέως γνωστά. Και δεν αναφέρομαι στα συμφωνικά του και στην «κλασική» δισκογραφία του, μα στους «κύκλους» των τραγουδιών του. Έτσι και με αφορμή τη συμπλήρωση, σήμερα, των 100 ετών από τη γέννηση του πολυαγαπημένου δημιουργού σκέφτηκα να μεγεθύνω, κάπως, σ’ ένα έργο του όχι πολύ γνωστό, που έχει, όμως, μια ιστορία πίσω του – όπως και κάθε τι, εξάλλου, που συνδέεται με τον Θεοδωράκη. Το έργο αυτό αποκαλείται «Τρία Νέγρικα Τραγούδια» είναι αφιερωμένο στην σύζυγό του Μυρτώ, και συνετέθη στο στρατόπεδο του Ωρωπού, στις 23 και 24 Μαρτίου 1970.
Μάλιστα, τα «Τρία Νέγρικα Τραγούδια» αποτελούν το τελευταίο έργο που συνέθεσε ο Θεοδωράκης στην Ελλάδα, πριν μεταβεί με τον γνωστό «κινηματογραφικό» τρόπο στο Παρίσι, στις 13 Απριλίου 1970 – ξεκινώντας από ’κει την παγκόσμια μουσική-συναυλιακή-αντιχουντική δράση του. Όπως θα έγραφε ο ίδιος στο βιβλίο του «Το Χρέος / τόμος β» [Εκδόσεις Τετράδια της Δημοκρατίας, Ρώμη, Νοε. 1972], στο κεφάλαιο «Ημερολόγιο Ε / Στρατόπεδο Ωρωπού»:
«(...) Μένω ξαπλωμένος. Γράφω τη μελέτη μου. Διαβάζω. Κι όταν κάνει λιακάδες βγαίνω και κάθομαι αντικρυστά στο πέλαγος. Τώρα μελοποιώ το Σενεγαλέζο ποιητή Σανγκόρ. Οι συναγωνιστές περνούν δίπλα μου και τους σιγοψιθυρίζω τα καινούργια μου τραγούδια. Είχα σκοπό να γράψω 12. Έφτασα τα 3. Με πήραν για τη Σωτηρία (σ.σ. το νοσοκομείο νοσημάτων θώρακος). Δεν ξαναγυρνώ στο στρατόπεδο. Οι ήχοι των τελευταίων μου τραγουδιών έμειναν κρεμασμένοι στους υγρούς τοίχους του θαλάμου, πάνω από τις λαμαρίνες της κουζίνας, μέσα στις καρδιές των συντρόφων μου. Έως σήμερα δεν ξανάγραψα μουσική. Όλη τη μουσική μου την άφησα στο στρατόπεδο. Ένα ποτάμι γεμάτο μουσική, όνειρα, ελπίδες και καημούς.(...)».
Κάποια στιγμή μέσα στο 1969 κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εγνατία της Θεσσαλονίκης το βιβλίο «Ανθολογία Νέγρων Ποιητών» (με τον συμπληρωματικό υπότιτλο «Εκτός κειμένου δέκα πίνακες της γλυπτικής των Νέγρων»), στο οποίο καταγράφονται μεταφρασμένα ποιήματα Αφρικανών από τον γνωστό αργότερα αυτόχειρα ποιητή Αλέξη Τραϊανό (1944-1980). Δηλαδή ο Τραϊανός εμφανίζεται, επίσημα, πρώτα ως μεταφραστής και μετά ως ποιητής.
Εκείνη την εποχή, και αναφέρομαι στη δεκαετία του ’60, υπήρχε, στην ελληνική πραγματικότητα, μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε σχέση με κάθε τι που θα μπορούσε να αφορά τους μαύρους (ή «νέγρους» όπως τους έλεγαν τότε). Ήταν η εποχή των απελευθερωτικών αγώνων και της ανεξαρτησίας των αφρικανικών κρατών, και ήταν βεβαίως η εποχή των αγώνων των μαύρων στην Αμερική, καθώς το φυλετικό αναδεικνυόταν σε παγκόσμιο θέμα. Οι διαδηλώσεις και οι πολιτικές μάχες των μαύρων συγκινούσαν τους πάντες σε κάθε γωνιά του κόσμου, τουλάχιστον τα πιο προοδευτικά τμήματα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία να αναφέρονται συνεχώς σε κάθε μικρό ή μεγαλύτερο γεγονός.
Να θυμηθούμε εδώ τον κύκλο τραγουδιών «Τα Νέγρικα» των Μάνου Λοΐζου-Γιάννη Νεγρεπόντη, που από το τέλος του 1966 θα παρουσιάζονταν σε συναυλίες, επίσης τα δύο βιβλία του/για τον Martin Luther King Jr., που κυκλοφορούν το 1968, το «Μάρτιν Λούθερ Κινγκ / Ο Μωυσής των νέγρων της Αμερικής» [Μ. Πεχλιβανίδης & Σία] του Lerone Bennett, Jr. και το «Μάρτιν Λούθερ Κινγκ / Πού Βαδίζουμε;» [Ιωλκός], βεβαίως το «Ψυχή στον Πάγο» [ΒΙΠΕΡ / Papyros Press, 1971] του Eldridge Cleaver και ακόμη μία πρώτη ανθολογία μαύρης ποίησης, υπό τον τίτλο «Νέγροι Ποιητές» [Εκδόσεις Θεμέλιο, Νοε. 1966] με τις μεταφράσεις του Δημήτρη Σταύρου.
Σ’ εκείνο το βιβλίο ο Σταύρου δεν είχε μεταφράσει μόνον Αφροαμερικανούς, σαν τον Langston Hughes ας πούμε, αλλά και αφρικανούς ποιητές, σαν τον Σενεγαλέζο Léopold Sédar Senghor (1906-2001). Δεν είμαι απολύτως βέβαιος, αν εκείνα τα τέσσερα ποιήματα του Senghor, που είχε μεταφράσει ο Σταύρου, ήταν τα πρώτα του σενεγαλέζου ποιητή, που θα δημοσιεύονταν ποτέ στα ελληνικά, εκείνο που ξέρω είναι πως η απόπειρα του Τραϊανού, τρία χρόνια αργότερα θα ήταν πιο ολοκληρωμένη, και κυρίως επικεντρωμένη στους ποιητές της μαύρης ηπείρου (δεν υπήρχαν εντός, εννοώ, Αφροαμερικανοί).
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/100-hronia-mikis-theodorakis-oi-melopoiiseis-poiimaton-toy-senegalezoy-leopolnt

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

LAFAYETTE GILCHRIST & NEW VOLCANOES εν συνόλω μαύρη μουσική

Ο πιανίστας και γενικότερα κιμπορντίστας της jazz Lafayette Gilchrist είναι μία περίπτωση μουσικού, που κάθε φορά μας εκπλήσσει. Στο blog έχουμε γράψει ήδη για τρεις πολύ καλούς δίσκους του, τους “Undaunted” (2023), “Now” (2020) και Dark Matter” (2019), και το ξανακάνουμε τώρα λόγω του πιο νέου CD του που αποκαλείται Move with Love [Morphius, 2025].
Αυτό το άλμπουμ έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα προηγούμενα, επειδή είναι live –πρόκειται για πρόσφατη ζωντανή ηχογράφηση από το ClubCar της Βαλτιμόρης–, μα και επειδή παγιδεύει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αυτόν τον «μαύρο» compact ήχο του Gilchrist και της μπάντας του, των New Volcanoes, μιας οκταμελούς ομάδας, που εδώ πετάει φωτιές. Να δώσουμε τα ονόματα κατ’ αρχάς: Lafayette Gilchrist πλήκτρα, Carl Filipiak κιθάρα, Leo Maxey τρομπέτα, Christian Hizon τρομπόνι, AnthonyBlueJenkins μπάσο, Shaquim Muldrow τενόρο σαξόφωνο, Kevin Pinder ντραμς και Bashi Rose κρουστά, ενώ σε τέσσερα κομμάτια έχουμε επιπλέον άλτο και τενόρο σαξόφωνα (Ebban Dorsey, Efraim Dorsey).
Το ρεπερτόριο που αποδίδεται στο “Move with Love”, από τους Lafayette Gilchrist & New Volcanoes, είναι πρωτότυπο. Λέμε για έξι κομμάτια, συνθέσεις του Gilchrist βασικά, οι οποίες έχουν να κάνουν με μια συνολικότερη αντίληψη τού πρώτου τη τάξει για το πώς μπορεί να συνδυαστούν ποικίλα στοιχεία της μαύρης μουσικής, δανεισμένα (πέραν της jazz, που είναι το μεγάλο πλαίσιο) από το funk, το rock, το fusion, τη μουσική της Νέας Ορλεάνης, για να μην γράψω ακόμη και για το afrobeat (γιατί κάτι τέτοιο ακούμε στο εισαγωγικό “Cut through the chase” ή στο “Bamboozled” – τέλος πάντων «περνάει» και από ’κει ο Gilchrist).
Στο “Move with Love” καταγράφονται τρία 9λεπτα κομμάτια, ένα 10λεπτο, ένα 7λεπτο κι ένα 5λεπτο, σε μια, σε κάθε περίπτωση, σεμνή, αλλά καθόλου ταπεινή αποτύπωση, υπό την έννοια πως το άλμπουμ καίει και κοχλάζει, βγάζοντας φλογερά χορευτικά vibes. Εντάξει, για live πρόκειται, αλλά και η μπάντα βρίσκεται εκεί για να αιτιολογήσει 100% την παρουσία της, μέσα από ένα σετ, που όσο και αν ποντάρει στην έξαψη και τη συμμετοχή, δεν παύει να διακρίνεται και για την πνευματικότητά του, όπως συμβαίνει, εξάλλου, με κάθε δουλειά του Gilchrist, ενός σχετικώς πρόσφατου μέλους και της Sun Ra Arkestra – που, οπωσδήποτε, δεν μπορεί παρά να αποτελεί και μια άμεση επιρροή (η Arkestra), για όλα αυτά τα απολαυστικά που ακούμε στο “Move with Love”.
Επαφή: https://lafayettegilchrist-morphius.bandcamp.com/album/move-with-love-fan-pre-release

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ πρώτο πιάτο

Πριν από λίγο καιρό (24 Ιουνίου) είχαμε γράψει για τον δεύτερο δίσκο (αλλά πρώτο με τραγούδια) του λαϊκού συνθέτη Τάσου Γιαννούση, που είχε τίτλο «“Δια Φόβου και Ελέου”» [Μετρονόμος]. Εκεί είχαμε αναφέρει το πρώτο άλμπουμ του «Πρώτο Πιάτο» [Μusic Art Lab Studios, 2023], για το οποίο θα πούμε τώρα λίγα λόγια.
Το άλμπουμ αυτό είναι ορχηστρικό, προσφέροντας οκτώ κομμάτια που κινούνται χοντρικώς σε λαϊκούς δρόμους, εμφανίζοντας τον Γιαννούση ως χειριστή μπουζουκιού, μπαγλαμά, τζουρά και στρέλας (μάλλον δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό, αλλά δεν έχει σημασία), έχοντας δίπλα του άλλους εννέα μουσικούς, που δεν παίζουν όλοι μαζί σε κάθε track, αλλά πότε εδώ και πότε εκεί. Τα επιπλέον όργανα που ακούγονται δεν είναι λίγα (ακορντεόν, βιολί, κλασική κιθάρα, κοντραμπάσο, τρομπόνι, πιάνο), αλλά στην πράξη η ενορχηστρωτική προσέγγιση είναι σφιχτή, αν και σχεδόν πάντα παιγνιώδης. Εννοούμε πως ο Γιαννούσης δοκιμάζει διάφορα σχήματα συνήθως πέντε μουσικών, από τα οποία παίρνει τα πρέποντα «χρώματα».
Ας πούμε το εισαγωγικό «Πρώτο πιάτο» διαθέτει «ζαμπετικά» περάσματα, το «Κυρ-Θανάσης» ρεμπετο-φέρνει, το “Christines way” παραπέμπει ακόμη και σε... Νέα Ορλεάνη, το “Habanera bouzoukeria” ανακαλεί Χειμερινούς Κολυμβητές, το «Παραγαδάκι» είναι ένα μάγκικο ζεϊμπέκικο, το «Ρε-Μπάλλος» έλκει φυσικά από τον μπάλλο, το “Valse du bazaar” είναι ολοφάνερο προς τα πού κινείται, το έσχατο «Νυχτερινή τσάρκα» χορεύεται ως χασάπικο κ.ο.κ.
Όμως σε κάθε περίπτωση, και κάθε φορά, ο Γιαννούσης κατορθώνει το όχι σύνηθες και αναμενόμενο (για τον χώρο που κινείται) να ακούγεται πηγαίος και πρωτότυπος. Δεν επαναπαύεται σε εύκολα σχήματα, δοκιμάζει δικές του επινοήσεις, σπάζοντας τις συνταγές, για να εμφανίσει εν τέλει κάτι εύστροφο, χαρούμενο και με την σωστή έννοια πιασάρικο, που να μπορεί να αναπτερώσει τον ακροατή. Κάπως σαν ένα παιγνίδι με χαλαρούς κανόνες, που υπαγορεύονται απ’ αυτόν που έχει την γενική εποπτεία, και που ακολουθούνται, ασμένως, απ’ όλα τα μέλη της ομάδας. Αυτή η καλή διάθεση περνάει ασυζητητί από το... πάλκο στην... πλατεία. Κάτι που, τέλος πάντων, δείχνει τις ευρύτερες αντιλήψεις του Γιαννούση, για το πώς μπορεί να σταθεί η λαϊκή μουσική στις μέρες μας (και όχι κατ’ ανάγκην το τραγούδι). Πολύ σημαντικό αυτό από μόνο του.
Επαφή: https://www.facebook.com/tasos.giannousis

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

KEITH JARRETT και PHI-PSONICS: δύο νέα τζαζ άλμπουμ, που εντυπωσιάζουν – ζωντανά ηχογραφημένα στη Βιέννη και την Πασαντίνα αποτελούν ό,τι καλύτερο έχει να προτείνει, τώρα, ο χώρος

Αν δεν μας εκπλήσσει και η τζαζ, τότε τι τζαζ θα ήταν; Είναι μια κουβέντα αυτή, που οπωσδήποτε αληθεύει μέσα στη γενικότητά της, αλλά καλό είναι να επιβεβαιώνεται κιόλας, στην πράξη, και ανά τακτά διαστήματα. Το λέω, επειδή επίσης ακούγεται από ορισμένους πως η μουσική, και σ’ αυτά τα κλασικά πλέον στυλ, όπως είναι η τζαζ, δεν προχωράει παρακάτω, πως δεν έχει να προτείνει νέους συναρπαστικούς δίσκους κ.λπ. Ουδέν αναληθέστερον τούτου.
Το νέο άλμπουμ των Αμερικανών Phi-Psonics, όπως και το live στη Βιέννη του άσσου πιανίστα Keith Jarrett, που κυκλοφόρησαν εσχάτως, είναι δίσκοι που θα μπορούσε να είχαν δει το φως σε οποιαδήποτε δεκαετία, από το 1960 και μετά, και να στέκονται στο ίδιο ύψος με τα αριστουργήματα του είδους.
PHI-PSONICS: Expanding to One [Gondwana Records / AN Music, 2025]
Το τρίτο άλμπουμ των Αμερικανών Phi-Psonics, μετά από τα “Octava” (2023) και “The Cradle” (2020) είναι γεγονός! Και όταν γράφω για «γεγονός» το εννοώ. Το “Expanding to One” είναι ένα ακόμη πολύ αξιόλογο άλμπουμ, απ’ αυτή την ομάδα μουσικών, που μας έχει κάνει κάπως να τα χάσουμε –έτσι θα πρέπει να το πούμε τελικά– τα πιο πρόσφατα χρόνια.
Το νέο αυτό CD (και 2LP) των Phi-Psonics, που έχουν πάντα τη βάση τους στο L.A., είναι ζωντανό, καθώς πρόκειται για ηχογράφηση από το δισκοπωλείο Healing Force of The Universe RecordsFoTUR), που εδρεύει στην Pasadena της Καλιφόρνιας. Ο χώρος εμπνέει το γκρουπ, καθώς το υλικό είναι γραμμένο στο ΗFoTUR, σε μια σειρά παρουσιών του εκεί από τον Φεβρουάριο έως και τον Απρίλιο του ’24.
Με την ευκαιρία, λοιπόν, αυτών των συναυλιών οι Phi-Psonics –δηλαδή οι Seth Ford-Young ακουστικό μπάσο, κρουστά, Sylvain Carton τενόρο & βαρύτονο σαξόφωνα, φλάουτο, κρουστά, Randal Fisher φλάουτο, τενόρο σαξόφωνο, Mitchell Yoshida wurlitzer και Josh Collazo ντραμς– καλούν στη σκηνή, για να εμφανισθούν μαζί τους, μια σειρά από έξτρα μουσικούς (μέτρησα δέκα ονόματα, που χειρίζονται κιθάρες, άρπα, μπάσο, κρουστά και wurlitzer βασικά), προκειμένου να αποδοθούν δεκατέσσερις συνθέσεις του Ford-Young και της μπάντας. Το όλον εγχείρημα στέφεται από απόλυτη καλλιτεχνική επιτυχία. Εν ολίγοις; Ένας ακόμη αριστουργηματικός δίσκος απ’ αυτή την ομάδα μουσικών, που έχει βαλθεί συνεχώς να μας ξαφνιάζει.
Οι Phi-Psonics είναι ένα εντελώς spiritual-psychedelic τζαζ σχήμα. Τέτοιο ήταν και στα πρώτα δύο άλμπουμ του, τέτοιο παραμένει και τώρα. Και το λέω αυτό παρά το γεγονός των πολλαπλών συμμετοχών, οι οποίες δεν θα αλλάξουν καθόλου τον προσανατολισμό του. Εννοώ πως ο ήχος των Phi-Psonics δεν αλλοιώνεται από τα επιπρόσθετα όργανα, καθώς οι παρουσίες όλων των συμμετεχόντων είναι απολύτως διακριτικές και περιπτωσιακές.
Για παράδειγμα, οι κιθάρες ακούγονται μόνο σε πέντε από τα δεκατέσσερα tracks του δίσκου, ενώ σε δύο εξ αυτών είναι pedal steel, και άρα ακόμη πιο κοντά στον γοητευτικό ήχο του γκρουπ. Η άρπα, που ακούγεται σε μόλις δύο tracks, είναι επίσης ένα απολύτως πνευματικό όργανο (θυμόμαστε εδώ την Alice Coltrane και την Dorothy Ashby), ενώ οι τρεις χειριστές των wurlitzer (ένα όργανο σήμα-κατατεθέν για τον ήχο των Phi-Psonics) δεν παίζουν ποτέ και οι τρεις μαζί (ούτε καν οι δύο). Επίσης, σε ένα μόλις track, το 2λεπτο “Before the pyramids”, υπάρχει γυναικεία φωνή – οπωσδήποτε πλήρως ενταγμένη και αυτή στον ήχο του κουιντέτου. Μ’ αυτά και μ’ αυτά είναι αλήθεια πως δεν αντιλαμβάνεσαι και τόσο όλες τούτες τις επεκτάσεις, κάτι που μόνον ως επίτευγμα (μελετημένο φυσικά) μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Επί του ηχητικού μέρους, σε σχέση με το αίσθημα, την ομορφιά, την ταξιδευτική διάθεση, την ενατένιση, την ατμόσφαιρα και το «χάσιμο», που προσφέρει το “Expanding to One” δεν χωρούν πολλά, καθώς έχουμε να κάνουμε μ’ ένα μαγικό άλμπουμ, μ’ ένα συναρπαστικό άκουσμα, με μια φυσική time machine, που μπορεί τελείως ανεπαίσθητα να μεταφέρει τον ακροατή και την ακροάτρια σε... άλλους κόσμους.
Είναι τιμή για την εποχή μας, και για ό,τι μπορεί να αποκαλούμε μουσική τέχνη (και όχι μόνο τζαζ), να υπάρχουν τέτοια συγκροτήματα (και) στα δικά μας χρόνια.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/keith-jarrett-kai-phi-psonics-dyo-nea-tzaz-almpoym-poy-entyposiazoyn

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 655

25/7/2025
Υπάρχουν διάφορα πρόσωπα του χθες, υπεράνω πάσης υποψίας, που δεν τα έχουν πιάσει οι καλοθελητές του ψευτο-αναθεωρητισμού για να τα αποκαθηλώσουν. Σκηνοθέτες, συγγραφείς, ηθοποιοί και ό,τι άλλο φανταστείτε, Έλληνες ή μη. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι ο Θανάσης Βέγγος.
Σκέφτομαι πως θα μπορούσα, άνετα, να κάνω ένα κείμενο, που θα έσπαγε τα κοντέρ, αποκαθηλώνοντας τον Βέγγο (σχολιάζοντας αποσπάσματα μέσα από τις ταινίες του), αποδεικνύοντας πως ο «καλός μας άνθρωπος» είχε κι αυτός τα θέματά του. Εντάξει τα 4/5 θα με βρίζανε (αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει – το κλικ ενδιαφέρει), όμως θα υπήρχε και το 1/5, αυτοί που θέλουν να ξαναγράψουν την ιστορία, με όρους μετα-υπαρκτούς, αγοραίους και φιλελερικούς, που μπορεί να μου έριχναν δίκιο. Αδιάφορο.
Δεν σκοτίζομαι για κάτι τέτοιο. Όχι επειδή έχω μεγαλώσει με τον Βέγγο διασκεδάζοντας ακόμη με τις ταινίες του, αλλά γιατί δεν γουστάρω να προκαλώ για τα κλικ. Δεν γουστάρω να γράφω σκεπτόμενος το πώς θα γίνω viral. Βασικά, αυτό δεν με απασχολεί καθόλου.
Παρά ταύτα στο νέο βιβλίο μου «Ροκ, Ελληνικό Ροκ Κοινωνία & Πολιτική στη Μακρά Δεκαετία του '60 (Μία αντι-ανάγνωση)» [Όγδοο, 2025] και μέσα στο πλαίσιο της μελέτης των πολιτισμικών χαρακτηριστικών του ροκ στην Ελλάδα δεν γίνεται να μην προβώ σε μία... αντι-ανάγνωση του Βέγγου, σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετώπιζε το μακρύ αντρικό μαλλί (και τις μακριές φαβορίτες). Δεν γίνεται να μην σχολιάσω τον τρόπο, για παράδειγμα, που απαξίωνε τον «αγριάνθρωπο» Σταμάτη Κόκοτα.
Οι «τρίχες» -και το ξαναλέω αυτό- είναι ένα κομμάτι του βιβλίου πολύ σημαντικό (καθώς για το ροκ των late 60s-early 70s μιλάμε), που δεν γίνεται να περάσει ασχολίαστο.

25/7/2025
Βασικά η προδικτατορική "δημοκρατία" του Γκρούεζα και του Γκόρτσου αποκαταστάθηκε το 1974, όπως μας υπενθυμίζει ο ΟΠΕΚΕΠΕ και άλλα τινά. Για να μην αυταπατώμεθα το λέω...

24/7/2025
Πάτε αριστερά, μετά δεξιά, μετά ίσα, μετά ξανά αριστερά, μετά όλο δεξιά. Ε άμα βρείτε το γκρεμό, παρ’τε φόρα και πέστε μέσα.

24/7/2025
«Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στη Γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία»

«Εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι»

«Ελλάς, Ελλάς, τι θα γίνει φίλε μου με μας;»

«Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν' να δουν διυλιστήριο»

«Επιβάτης... στην εξουσία αυτού του κράτους
που τα κάγκελά του χτίζει υπογράφοντας θανάτους
Επιβάτης... στην υστερία αυτού του τόπου
που τα κόκαλα τσακίζει και τα όνειρα του ανθρώπου»

«Πού πήγαν οι ώρες, πού πήγαν οι μέρες, πού πήγαν τα χρόνια,
φωτιά στα Χαυτεία, καπνιά στην Αιόλου, βρωμιά στην Ομόνοια,
ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ, Ρενώ και Τογιότα,
σε λίγο νυχτώνει, στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουν τα φώτα
κι ανθρώποι μονάχοι στην κόλαση ετούτη θα γίνουν λαμπάδα.
Πώς τα ’κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα»


24/7/2025
O Διονύσης Σαββόπουλος, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και ο Άλκης Σαχίνης είναι τρία πρόσωπα που συνδέθηκαν στο «Περιβόλι του Τρελλού». Ο πρώτος σαν τραγουδοποιός φυσικά, ο δεύτερος σαν ένας πνευματικός οραματιστής σε σχέση με το «χαμένο κέντρο» και τον ρόλο της παράδοσης στην καθημερινή ζωή και ο τρίτος κάπως σαν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δύο (και φωτογράφος του δίσκου).
Ο Σαββόπουλος δεν ήταν αντι-δυτικιστής όπως ο Λορεντζάτος, γιατί ήθελε να κάνει ροκ ας πούμε, αλλά ήξερε από νωρίς πως δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικό ροκ στην Ελλάδα δίχως πίσω του να λειτουργεί, δημιουργικά, η παράδοση. Το πράγμα το πήγε στα όριά του με τον «Μπάλλο» και «Το Βρώμικο Ψωμί», αλλά και στο «Περιβόλι» υπάρχει το υποτιμημένο από πολλούς «Ντιρλαντά», όπως και η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη».
Γι’ όλα αυτά θα διαβάσεις στο «Ροκ, Ελληνικό Ροκ Κοινωνία & Πολιτική στη Μακρά Δεκαετία του '60 (Μία αντι-ανάγνωση)» [Όγδοο, 2025].

23/7/2025
Αν και το κύκλωμα των αμερικανών αποκρυφιστών (Harry Smith, Kenneth Anger) επηρέασε το ροκ μέσω Bobby BeauSoleil, Charles Manson κ.λπ. στην Αγγλία υπήρχε ο Aleister Crowley, η «παρακαταθήκη» του οποίου δεν είχε αφήσει «κανέναν» ασυγκίνητο, αφού οι Beatles με το “Sgt. Pepper’s…” (τον είχαν στο εξώφυλλο) και οι Rolling Stones (με τα “Their Satanic Majesties Request”, “Sympathy for the devil” κ.λπ.) είχαν αποφασίσει γι’ αυτό.
Έχοντας περάσει λοιπόν στις πιο λαϊκές τάξεις και μάζες, ο αποκρυφισμός, μαζί με τη σχετική βιβλιογραφία (την πιο «σοβαρή» ή την πιο pulp) και φυσικά μαζί με το σινεμά (ταινίες με τον Δράκουλα, παραγωγές της Hammer, ιταλικά b-movies, που παίζονταν παντού, τύπου “Black Sabbath” του Mario Bava) έφτιαξαν μια κατάσταση που μέσα στην πλάκα της θα κατέληγε σε κάποιες ακραίες μορφές – με εγκλήματα, που έγιναν στο όνομα του ροκ, με χαμούς μουσικών, όπως του Graham Bond ας πούμε, και άλλα πολλά, που δηλητηρίασαν αυτή την πολυδιάστατη νεανική έκφραση (το ροκ εννοώ), που την εξέτρεψαν από το πολιτικοκοινωνικό κομμάτι της, συνδέοντάς την με την παράνοια, τη μαύρη μαγεία, το occult, τους σατανάδες, τους φόνους και την καταστροφή.
Υπάρχει αυτή η διάσταση τέλος πάντων στο ροκ, που δεν μπορείς να την αγνοήσεις, που είναι αρνητική και που εγώ, προσωπικά, δεν την βρίσκω ούτε διασκεδαστική. Θέλω να πω πως μια ταινία της Hammer (με θυσίες και τέτοια) την αντιμετωπίζω σαν παραμύθι, κάπως σαν Κοκκινοσκουφίτσα, αλλά τις μ@λακίες που λένε οι σατανιστικοί στίχοι των ροκ συγκροτημάτων δεν μπορώ να τις πάρω καθόλου στην πλάκα. Είναι κομμάτι του ξεπεσμού του ροκ.

23/7/2025
Από Black Sabbath μόνο τα τέσσερα πρώταμόνο Vertigo swirl δηλαδήάντε και το “Sabbath Bloody Sabbath”. Μετά αρχίζει το εμπόριο, η ροκ βιομηχανία, η μπίζνα, το παραμύθι, το παπατζιλίκι, η καλά σχεδιασμένη μόδα (το ροκ σαν μεταμφίεση), τα παχυλά συμβόλαια, οι μάνατζερ, οι ατζέντηδες και όλο το υπόλοιπο παρασιτικό κύκλωμα, η ροκ επιχείρηση δηλαδή με τους κατασκευασμένους σταρ, τους «θρύλους του ροκ», τα παραφερνάλια, την τηλεόραση, τη διαφήμιση, τα περιοδικά, και στο τέλος το οπαδιλίκι με τις στρατιές των αφιονισμένων φανς.
Όπως έγραφε και ο Clem Gorman το 1978:
«Ορισμένα γκρουπ όπως οι Hawkwind ή οι Jefferson Starship, που διατηρούνε κάτι ακόμη από την αίγλη της δεκαετίας του ’60 επάνω τους, προσελκύουν οπαδούς για τους οποίους η ιδέα ότι το ροκ κρύβει μια επαναστατική δύναμη και όχι απλώς μια μορφή ψυχαγωγίας, έχει ακόμη μια κάποια γοητεία. Αυτοί οι οπαδοί θα ορμήσουν στη σκηνή μ’ ένα πολύ ευγενικό τρόπο, όχι για να λατρέψουν τους σταρ ή για να βλέπουν καλύτερα, αλλά για να μοιραστούν την εμπειρία της δημιουργίας της μαγείας του ροκ με τους ίδιους τους μουσικούς. Οι οπαδοί των Deep Purple και των Black Sabbath επίσης ορμάνε στη σκηνή. Αυτό ίσως έχει να κάνει με το ότι αυτά τα συγκροτήματα έχουν γίνει θρύλος ή επειδή ο υπερφυσικός συμβολισμός τους παρακινεί τους οπαδούς να τα νομίζουν αγριότερα και πιο εξωπραγματικά από τα άλλα γκρουπ».
Έχει φροντίσει η μουσική βιομηχανία και η «ποπ κουλτούρα» γι’ αυτό.

MASAHIKO SATOH / GIOTIS DAMIANIDIS improv πιάνο και ηλεκτρική κιθάρα, σε μια απρόσμενη συνεργασία

Πρόκειται για ένα απρόσμενο CD, το οποίο υπογράφουν ο γνωστός μας κιθαρίστας της improv-jazz Γιώτης Δαμιανίδης (Giotis Damianidis) (γενν. το 1981) και μια μορφή της ιαπωνικής jazz, «προχωρημένης» ή άλλης, ο πιανίστας Masahiko Satoh (γενν. το 1941). Δύο μουσικοί λοιπόν, τους οποίους χωρίζουν 40 ηλικιακά χρόνια, βρέθηκαν μαζί στις 2 Φεβρουαρίου 2024, στο Jazz Spot Candy, στην πόλη Chiba της Ιαπωνίας (δυτικά του Τόκιο), αυτοσχεδιάζοντας... δίχως αύριο.
Η ιστορία του Satoh είναι τεράστια, με άπειρα live και δισκογραφία, αν και προσωπικώς δεν ξέρω πόσο γνωστός μπορεί να είναι, σήμερα, στην Ελλάδα. Εγώ τον πρωτάκουσα στα 90s, όταν έπεσε στα χέρια μου ένα άλμπουμ του στην Enja (με τους Peter Warren και Pierre Favre) από το 1971, ενώ το 2007 θα αγόραζα μία από τις πιο ιδιαίτερες ηχογραφήσεις του (ως Masahiko Satoh & Garan-doh), το άλμπουμ “Rumour” από το 1973, το οποίο μοιραζόταν με τους Kohsuke Ichihara All Stars, ενώ αργότερα θα άκουγα και άλλους δίσκους του, κυρίως από το διαδίκτυο... Αυτός ο πολύ σημαντικός μουσικός λοιπόν, που έχει συνεργαστεί με άπειρο κόσμο, βρίσκεται απέναντι από τον Δαμιανίδη, φέρνοντας εις πέρας μια, όλο φωτιά, παράσταση.
Για τον Δαμιανίδη δεν χρειάζεται να πούμε πολλά – είναι γραμμένα, εννοώ, όλα αυτά τα χρόνια στο δισκορυχείον. Κιθαρίστας γνωστός μας από τα σχήματα Aufheben, The Miracle, Punk Kong, Don Kapot κ.λπ., το άλμπουμ “Pray for your Prey” (2023) (Giovanni Di Domenico / Giotis Damianidis / Gonçalo Almeida / Balázs Pándi) ή το Hōryū​-​Ji” (2019) (Sakata / Yermenoglou / Di Domnenico / Damianidis), ο Δαμιανίδης έχει τάξει τον εαυτό του στην εξερεύνηση της μουσικής, μέσα από τη διαδικασία του αυτοσχεδιασμού, κινούμενος άλλοτε σε πιο τζαζ και άλλοτε σε πιο ροκ περιβάλλοντα.
Αυτό, εν πολλοίς, συμβαίνει και στο παρόν Thousand Leaves [TROST, 2025], ένα all paper gatefold CD δύο μερών και πέντε κομματιών, το οποίο βρίσκει τους δύο αυτοσχεδιαστές και σε συμφωνία φάσης, συνοδοιπορώντας, και σε αντίθετη φάση, με τον έναν να «απαντάει» στον άλλον, σε «διαλόγους» γεμάτους από ένταση και πάθος.
Φαινομενικώς ο Satoh κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο τού περισσότερο... παραδοσιακού οργανωτή του ηχητικού γεγονότος, παίζοντας αυστηρά στο πιάνο του, πότε μελωδώντας, μ’ έναν τρόπο υπόγειο και υπαινικτικό, πότε παράγοντας σύνθετα ρυθμικά δυναμικά μοτίβα, επικεντρωμένος ανά διαστήματα και σε κάποιες ομφαλοσκοπικές καταστάσεις (με επεκτάσεις στον μινιμαλισμό και τη σύγχρονη avant), με τον Δαμιανίδη να συμμετέχει, να «απαντά» και να επεκτείνει τον μεταξύ τους «διάλογο» (και) σε άλλες λιγότερο ερευνημένες περιοχές. Έτσι, η προοπτική των tracks αποκτά συχνά και ορισμένα σκληρά και επίμονα ροκ χαρακτηριστικά, με τα κιθαριστικά εφφέ να συμμετέχουν επί ίσοις όροις στο τελικό παραγόμενο αποτέλεσμα.
Όχι ακραίο, αλλά σε κάθε περίπτωση συναρπαστικό improv άκουσμα, με διαρκείς επινοήσεις και κινητικότητα, προϊόν δύο αυτοσχεδιαστών διαφορετικών γενεών, που έχουν, όμως, τον τρόπο να γεφυρώσουν το χάσμα της μεταξύ τους απόστασης. 
Επαφή: https://giotisdamianidis.bandcamp.com/album/thousand-leaves

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

NIKOS FOKAS / ARVE HENRIKSEN το “nensha” τώρα και σε βινύλιο

Πριν από λίγο καιρό έφθασε στα χέρια μου το περιποιημένο gatefold βινύλιο των Νίκου Φωκά (Nikos Fokas) και Arve Henriksen nensha [Tadoma Records / Underflow, 2025], το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά σε CD το 2022. Επειδή το άλμπουμ είναι αξιόλογο, και βεβαίως απολαυστικό στην LP-εκδοχή του, μεταφέρω στο τώρα όσα είχα γράψει τότε (Ιούνιος ’22).
Αυτό είναι το πρώτο άλμπουμ που φθάνει στα χέρια μας, από την Underflow Record Store & Art Gallery, μετά τον αδόκητο θάνατο του Βασίλη Φιλιππακόπουλου, τον Απρίλιο του 2021.
Οι συνεργάτες του Β. Φιλιππακόπουλου είναι εδώ για να τιμήσουν και την μνήμη του, αλλά και για να συνεχίσουν το όραμά του στην καταγραφή της «άλλης» μουσικής, εκείνης που δεν θα την ακούσεις εύκολα πουθενά (ούτε στα μπαρ και τα κλαμπ, ούτε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση). Είναι η μουσική, που αναπτύσσεται και ανεβαίνει στα δωμάτιά μας, σε ήσυχα περιβάλλοντα, φυσικά ή τεχνητά, και που την απολαμβάνεις, στην ολότητά της, μόνον αν είσαι χαλαρός και ήρεμος – με διάθεση ν’ ακούσεις, δίχως να κάνεις κάτι άλλο ταυτοχρόνως. Έτσι, σ’ αυτή την νέα έκδοση της Underflow Record Store & Art Gallery καταγράφεται μία πολύ ιδιαίτερη συνεργασία ανάμεσα σ’ έναν έλληνα μουσικό κι έναν Νορβηγό.
Από την μια μεριά, λοιπόν, βρίσκεται ο Νίκος Φωκάς (σύνθια, modular electronics, κιθάρες, ήχοι), γνωστός μας και από τις προσωπικές δουλειές του (“The Eternal Creak of the Icebreaker”) και από την παρουσία του σε σχήματα (Black Lesbian Fishermen, Vault of Blossomed Ropes, Lüüp) ή σε δίσκους τρίτων (στο “Heterotopia” της Άννας Λινάρδου π.χ.) και από την άλλη ο Arve Henriksen (τρομπέτα, κλαρίνο, σύνθια, κρουστά, φωνή), με την μεγάλη πορεία τις πιο πρόσφατες δεκαετίες σε φοβερούς σχηματισμούς, που αποτυπώθηκαν σε κορυφαίες εταιρείες (Rune Grammofon, ECM, ACT, Losen κ.ά.). Να θυμίσουμε: Arild Andersen Group, Christian Wallumrød Trio, Lars Danielsson Liberetto, Jakob Bro / Arve Henriksen / Jorge Rossy κ.λπ.
Η συνεργασία των δύο, Φωκά και Henriksen, αποκαλείται “nensha. Τι σημαίνει όμως “nensha”; Πρόκειται για μία υπερβατική, και άρα αμφιλεγόμενη, μέθοδο αποτύπωσης εικόνων σε φιλμ, μέσω της δύναμης του νου.
Ίσως με κάτι τέτοιο οι δύο μουσικοί και αυτοσχεδιαστές να θέλουν να υποδηλώσουν την δύναμη της μουσικής, την ικανότητά της να προκαλεί εικόνες – μαζί με συναισθήματα και συνειρμούς. Πιθανώς κάτι άλλο... Πάντως και σε κάθε περίπτωση η μουσική των Φωκά και Henriksen διαθέτει το στοιχείο της υποβολής – εμφανίζοντας άλλοτε αύρα ECM και άλλοτε στοιχεία ενός ιδιόμορφου ambient.
H cool ευρωπαϊκή jazz από την μια μεριά (όχι η “cool jazz”) και από την άλλη οι ήχοι ενός διασυνδεμένου κόσμου (σπαράγματα ethnic-world παραδόσεων δηλαδή), σε συνδυασμό με τα ομιχλώδη ηλεκτρονικά και τις ευρύτερες ατασθαλίες, σε φωνητικό ή οργανικό επίπεδο, δημιουργούν αυτό το πολυκύμαντο κράμα του “nensha”, ενός άλμπουμ ικανού να σε συντροφεύσει και γιατί όχι να σε «ταξιδέψει».
Στην ηχογράφηση πήραν μέρος και οι Άννα Λινάρδου φωνή, Γιώργος Βαρουτάς κιθάρες, Στρατής Σγουρέλης ηλεκτρικό μπάσο, Πέτρος Λαμπρίδης κοντραμπάσο, ηλεκτρικό μπάσο, Νίκος Παπαβρανούσης ντραμς, ενώ το cover art ανήκει στον Αναστάσιο Μπαμπατζιά.
Επαφή: https://underflowrecords.bandcamp.com/album/nensha

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 654

23/5/2025
Ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Ozzy, από το 1980 και μετά, υπήρξε ο αυστραλός μπασίστας Bob Daisley. Ο Daisley βρέθηκε με τον Ozzy τουλάχιστον σε 7 δίσκους και πάμπολλα live, έχοντας περάσει από άπειρα γκρουπ (από Rainbow και Uriah Heep, μέχρι Kahvas Jute και Οctopus στα early 70s).
To 1973, δύο μήνες πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, o Daisley είχε εμφανιστεί ζωντανά στην Ελλάδα μ’ ένα πολύ διάσημο γκρουπ, σε μια συναυλία που πέρασε απαρατήρητη λόγω της γνωστής μ@λακίας των ελλήνων διοργανωτών της εποχής.
Λεπτομέρειες για όλα αυτά μόνο στο «Ροκ, Ελληνικό Ροκ Κοινωνία & Πολιτική στη Μακρά Δεκαετία του '60 (Μία αντι-ανάγνωση)» [Όγδοο, 2025].

22/5/2025
Το 'παιξε πειστικά το παραμύθι 55 χρόνια, αλλά όλα έχουν ένα τέρμα. Τώρα... νυχτερίδες κι αράχνες γλυκιά μου του κρατούν συντροφιά.

22/5/2025
>>"Έφυγε" από τη ζωή ο ο δημοσιογράφος Μηνάς Παπάζογλου για «ταξίδια μακρινά ως τη Τζαμάικα»<<
Τo πιο σημαντικό για τον καλό δημοσιογράφο, που πέθανε χθες, δεν είναι η αναφορά του ονόματός του στο γνωστό τραγούδι των Λοΐζου-Παπαδόπουλου, αλλά τα άρθρα του στα «Νέα» και το βιβλίο του «Ανώτατη Παιδεία-Φοιτητικό κίνημα / 2 Φοιτητικά» [Εκδόσεις Υδροχόος], που είχε κυκλοφορήσει τον Μάρτη του 1973, αποτελώντας βασικό ανάγνωσμα για το φοιτητικό και το αντι-δικτατορικό κίνημα της εποχής. Από παλιότερο κείμενό μου (δες το όλον στα σχόλια):
>>Ο προοδευτικός δημοσιογράφος Μ. Παπάζογλου συγκεντρώνει σε βιβλίο μια σειρά άρθρων, υπό τον τίτλο «Προδομένη Νεολαία», που είχε γράψει για την εφημερίδα «Τα Νέα» και τα οποία είχαν δημοσιευτεί στο διάστημα 30 Ιανουαρίου-8 Φεβρουαρίου 1973.
Είναι γνωστό πως στις εφημερίδες της εποχής υπήρχε εκτεταμένη αυτολογοκρισία, αν και σε πολλές περιπτώσεις ο Παπάζογλου δεν μάσαγε τα λόγια του. Διαβάζουμε κάπου σε σχέση με την κατάντια των διορισμένων από την χούντα φοιτητικών διοικήσεων (σύλλογοι, ΕΦΕΕ κ.λπ.):
«Μέχρι το Γενάρη του 1972 μοναδική δραστηριότητα των συλλόγων –εκτός των χορών και των εκδρομών– είναι να πιστοποιούν ότι όλα πάνε καλά στον πανεπιστημιακό χώρο και ότι η σπουδάζουσα νεολαία βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Έγραφε λοιπόν το επίσημο όργανο της ΕΦΕΕ λίγες μέρες πριν η πλειοψηφία των φοιτητών Νομικής, Ιατρικής, Σχολών ΕΜΠ κ.λπ. ζητήσει έντονα να εκλέξει τους αντιπροσώπους της στους φοιτητικούς συλλόγους: “Φοιτητικοί Παλμοί της 15.1.1972: (…) Αλλά εκείνο που έχει σημασίαν είναι το πνεύμα με το οποίο αντιμετωπίζονται τα φοιτητικά θέματα, η κατανόηση που συναντάται, ο διάλογος ο οποίος διεξάγεται. Ουδέποτε άλλοτε οι σπουδασταί ηκούσθησαν με την σήμερον επιδεικνυομένην στοργήν με την σημερινήν εγκάρδιον προσοχήν και ενδιαφέρον. Πιστεύομεν ότι δια του διαλόγου επιτυγχάνονται πολύ περισσότερα και ασφαλέστερα αποτελέσματα, από τον στείρον αρνητισμόν και τον δημαγωγικόν κομματισμόν”.<<

Μετά την πτώση της δικτατορίας ο Παπάζογλου θα τυπώσει ένα ακόμη σχετικό βιβλίο, το «Φοιτητικό Κίνημα και Δικτατορία» [Επικαιρότητα, Γενάρης 1975], που είναι μια επέκταση του προηγούμενου, καθώς «πιάνει» και τα γεγονότα της Νομικής και φυσικά όσα συνέβησαν στο Πολυτεχνείο και μετά απ’ αυτό, συνοδεύοντάς το με φωτογραφίες και ντοκουμέντα.
Ιδίως το πρώτο είναι πολύ σημαντικό βιβλίο, γιατί βγαίνει επί δικτατορίας, ενώ και το δεύτερο αποτελεί μια καθαρή μαρτυρία, από έναν άνθρωπο που έζησε από κοντά και από πρώτο χέρι τον φοιτητικό ξεσηκωμό του 1972-73.

22/5/2025
Οι Beatles στην Ελλάδα, στο "καλοκαίρι της αγάπης", τέτοιες μέρες του 1967. Όλη η διαδρομή τους στη χώρα μας, ακόμη και το... live στη Σκιάθο, στο «Ροκ, Ελληνικό Ροκ Κοινωνία & Πολιτική στη Μακρά Δεκαετία του '60 (Μία αντι-ανάγνωση)» [Όγδοο, 2025]

21/5/2025
Στο πρόσφατο βιβλίο μου «Ροκ, Ελληνικό Ροκ Κοινωνία & Πολιτική στη Μακρά Δεκαετία του '60 (Μία αντι-ανάγνωση)» [Όγδοο, 2025] υπάρχουν δύο αναφορές στην ποιήτρια Έλενα Στριγγάρη (1950-2020). Η πρώτη στο υποκεφάλαιο για τον τραγουδοποιό Περικλή Χαρβά και η άλλη στο υποκεφάλαιο για τον χίπι ποιητή Λευτέρη Πούλιο.
Ήθελα να γράψω ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για την Στριγγάρη, αλλά τελικά δεν το έκανα. Τι να πρωτογράψεις εξάλλου; Και πόσο πιο μεγάλο να γινόταν το βιβλίο; Θα το κάνω, όμως, και θα το βάλω κάπου αλλού...
Η Στριγγάρη ήταν από τις ελάχιστες ποιήτριες και ποιητές που εξέδωσαν αντιχουντική ποίηση επί δικτατορίας. Όχι υπαινικτική, με μεταφορές κτλ., αλλά σκληρή και ρεαλιστική.
Το ποίημα που βάζω παρακάτω το έγραψε η Στριγγάρη το 1972, όταν ήταν 22 ετών και τυπώθηκε την άνοιξη του 1974 (επί δικτατορίας Ιωαννίδη). Το αντιγράφω για να δείτε όχι μόνο την τόλμη εκείνου του κοριτσιού, αλλά και πώς η ιστορία και η ζωή κάνει κύκλους και πώς σε πολλά πράγματα δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από τότε...

ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ε

Δεν την αντέχω αυτή την πόλη.
Κάθε πρωί ξεχνιέμαι και ξαφνιάζομαι
στο σκλαβοπάζαρο όταν βλέπω
τον μίστερ Σμιθ
να μελετάει την κατάσταση
της οδοντοστοιχίας της πατρίδας μου.

Πώς ξέπεσε έτσι η χώρα μου;
Στο μέγαρο
του Ο ργανισμού
      Η δονιζόμενων
      Ε θνών
δούλα που φορτώνεται
τα νόθα των αφεντικών της.

Πώς έτσι η γη μου η πεντάμορφη
μεταμορφώθηκε σε σκύλα
να της πετάνε πού και πού
κανένα κόκκαλο
για να διατηρεί όρθια την ουρά της.

Πώς ξέπεσε έτσι η χώρα μου;

20/7/2025
Στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, του 1972, θα εμφανίζονταν για πρώτη φορά ροκ συγκροτήματα.
Ποιοι ήταν εκείνοι που τα υποστήριξαν, ώστε να περάσουν στην τελική 20άδα, και να ανεβούν στη σκηνή του Αλεξάνδρειου; Πώς ψήφισαν οι διορισμένοι από την δικτατορία δήμαρχοι και τι βαθμούς έδωσαν στα τέσσερα γκρουπ; Θάφτηκε το τραγούδι των Poll από το καθεστώς ή ήταν οι Poll που τα έκαναν όλα λάθος στη διοργάνωση;
Μία πλήρης ανάλυση των συμβάντων του ιστορικού 11ου Φεστιβάλ του Ελληνικού Τραγουδιού μόνο στο «Ροκ, Ελληνικό Ροκ Κοινωνία & Πολιτική στη Μακρά Δεκαετία του '60 (Μία αντι-ανάγνωση)» [Όγδοο, 2025].

20/7/2025
ΕΡΤ Νews

20/7/2025
Amy: Κύπρος 1974 [Κέδρος]. Της Ιρλανδής Amy Mims, συντρόφου του Μίνου Αργυράκη, σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη...

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

NOTOWNS το δεύτερο άλμπουμ τους

Για το ντεμπούτο “Joyride [Inner Ear] των Notowns είχα γράψει πολύ καλά λόγια πριν από δυο χρόνια, καταλήγοντας, σ’ εκείνη την κριτική, με το... Τι άλλο να πεις; Μπράβο στα παιδιά και πάντα τέτοια!
Φαίνεται λοιπόν πως εκείνο το «πάντα τέτοια» έπιασε τόπο, γιατί ακούγοντας το νεότερο Vicious Little World [Inner Ear, 2025] έρχομαι να (ξανα)πω πως οι Notowns κάνουν και πάλι ένα πύρινο punk-rock-funk άλμπουμ, με early eighties κατόπτευση και με τα φανταχτερά κομμάτια τους να διαδέχονται το ένα το άλλο. [Λογικά, το αθηναϊκό γκρουπ εξακολουθεί να αποτελείται από τα ίδια δύο άτομα, που έφτιαξαν το “Joyride”, συν τον ντράμερ Δημήτρη Γρηγοριάδη. Το λέω, γιατί στο εξώφυλλο του δίσκου, στο ένθετο και στο bandcamp δεν υπάρχει η παραμικρή πληροφορία, για το ποιοι είναι οι Notowns – κάτι που δείχνει πως η μπάντα δρα ενιαία, ως σύνολο, και όχι ως άτομα, με τα τραγούδια να αποτελούν, όλα, κοινές κατασκευές].
Υπάρχει λοιπόν αυτή η παλιά βρετανική ορμή στα κομμάτια των Notowns, που αναγνωρίζουμε στους δίσκους και τα τραγούδια των Gang of Four, των A Certain Ratio, των Mob, των Poison Girls, των Zounds και γιατί όχι και των προπατόρων Ian Dury & The Blockheads –για να μην γράψω και για το πρώτο LP των «δικών μας» Noise Promotion Company από το 1986–, και που εδώ αποδεικνύεται, για μιαν εισέτι φορά, το καταλληλότερο πλαίσιο προκειμένου να... ανθίσουν τα νέα κομμάτια του αθηναϊκού γκρουπ.
Οι Notowns κατορθώνουν να συμπυκνώσουν «πάνω τους» όλα τα επιμέρους προτερήματα, προκειμένου να φτιάξουν τραγούδια, απ’ αυτά που λέμε πως... αντέχουν ή θ’ αντέξουν στο χρόνο. Δυνατές ρυθμικές βάσεις, σωστές μελωδίες, καλά φωνητικά και επιπλέον πολύ καλοί στίχοι (στ’ αγγλικά) – κάτι που θα αποτελεί πάντα το πιο δύσκολο ζητούμενο, για τα σύγχρονα ελληνικά συγκροτήματα (ας μείνουμε σ’ αυτά). Στίχοι θέλω να πω που συνδυάζουν το προσωπικό με το κοινωνικό, και που ταυτόχρονα παίρνουν γραμμή από την καθημερινότητα και τη ζωή στη μεγάλη κλίμακα. Όπως τους ακούμε να λένε και στο φερώνυμο track:
«Σ’ αυτή τη δίνη της πόλης, είναι το άγχος που μας καταπίνει / Είναι το τέρας στο υπόγειο / που περιμένει να τραφεί από τα ίδια μας τα χέρια / Και υπάρχουν ένα εκατομμύριο τρόποι για να αλλάξουμε τη μοίρα μας / αλλά πάντα επιλέγουμε τον ίδιο στο τέλος / Και όλες οι σκληρές άνισες μάχες και οι διαλυμένες νύχτες μας / είναι το μόνο έπαθλο που μας απονέμεται / Η αφόρητη ελαφρότητα του κοινωνικού κανιβαλισμού / Αυτοί έφτιαξαν την αγχόνη, αλλά τους δώσαμε εμείς το σχοινί».
Τραγούδια σαν τα “Exiles”, “Lies”, “Big white shark”, “Hyenas”, μα και ένα προς ένα όλα τα υπόλοιπα, δεν είναι απ’ αυτά, που τ’ ακούς κάθε μέρα από τα ελληνικά συγκροτήματα – και αυτό, οπωσδήποτε, περιποιεί την πρώτη και τη μεγαλύτερη τιμή στους Notowns.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

μια ιστορία του κλασικού anadolu rock – του ροκ της Τουρκίας – οι σπουδαιότεροι καλλιτέχνες, τα καλύτερα τραγούδια και οι σημαντικότεροι δίσκοι

Πρόσφατα άκουσα την Νεφέλη Φασούλη να τραγουδά anadolu rock στο στυλ της Gaye Su Akyol. Ήταν τέσσερα τραγούδια –λέω για το ψηφιακό EP της “Wyrd”, που βγήκε τον Απρίλιο– μεταξύ των οποίων και το κλασικό λαϊκό «Θα τα κάψω τα (ρημάδια τα) λεφτά μου» των Βασίλη Βασιλειάδη-Πυθαγόρα, που είχε πει ο Μάνος Παπαδάκης το 1967. Είναι ωραίο να έρχονται παλιά ελληνικά τραγούδια ξανά στο προσκήνιο, αλλά εγώ πλέον προτιμώ οι διασκευές να κινούνται κοντά στα αυθεντικά πρότυπα, δίχως να εκμεταλλεύονται νέες μόδες, ντεμέκ ανανεώσεις ή περιστασιακές εμμονές. Φαίνεται, όμως, πως αυτό είναι πιο δύσκολο τελικά, αφού το «πείραγμα», στα παλιά τραγούδια, τείνει να γίνει καθεστώς.
Πάντως δεν είναι μόνο η Φασούλη που έσκυψε εσχάτως σ’ αυτό το ροκ στυλ, που αφορά την Τουρκία των mid-sixties / mid-seventies, καθώς anadolu rock ακούμε στο πρώτο άλμπουμ των Dury Dava από το 2019, ενώ πολύ ενδιαφέρουσες αποτυπώσεις υπάρχουν και στα άλμπουμ των κυπριακών συγκροτημάτων BuzzAyaz (στο περσινό LP τους στη γερμανική Glitterbeat) και Monsieur Doumani (στο “Pissourin” του 2021), ενδεχομένως και αλλού. Μας πάει, σαν χώρα, ο ήχος του anadolu rock –δεν υπάρχει αμφιβολία– και το γεγονός ότι δεν έχουμε κατρακυλήσει, ακόμη, σε μία ανέξοδη υιοθέτησή του, μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί... ευτύχημα.
Υπάρχουν στο ίντερνετ διάφορα εγκυκλοπαιδικά στοιχεία σε σχέση με το τι ήταν και πώς ακριβώς προέκυψε το anadolu rock, αλλά εδώ θέλω να γράψω και για το πώς το ανακάλυψα, εγώ, κάποτε στα 90s. Έχει και αυτό ενδιαφέρον...
Εκείνο που πρέπει να πω από την αρχή (και το έχω ξαναγράψει εδώ στο LiFO.gr) είναι πως ήδη από την εποχή του λαϊκού καλλιτέχνη Αντώνη Λορέντζου (ετεροθαλής αδελφός του Γιάννη Φλωρινιώτη) και του άλμπουμ του «Πω! Πω! Φωτιές» [Panivar / Victory, 1980] είχαμε ακούσει τραγούδια, μεταφερμένα στα ελληνικά, από το ρεπερτόριο του Barış Mançο (1943-1999), μιας από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του anadolu rock.
Ακόμη πιο πίσω στο χρόνο, το 1972, είχε έρθει για να διαγωνιστεί στην 5η Ολυμπιάδα Τραγουδιού, στο Παναθηναϊκό Στάδιο (7-9 Ιουλίου), ο Özdemir Erdoğan (γενν. 1940) με το τραγούδι του Gurbet” (Ξενιτιά), που θα απέδιδε η σύζυγός του Ayşen Erdoğan. Το τραγούδι υπήρξε μεγάλη επιτυχία στην Τουρκία και οπωσδήποτε σχετίζεται με το anadolu rock ιδίωμα. Να μην ξεχνάμε πως ο Erdoğan είχε κάνει επίσης τρανή επιτυχία, στην Τουρκία, το 1969, το «Έφυγε, έφυγε» των Βασίλη Βασιλειάδη-Πυθαγόρα (που είχε πρωτοπεί ο Στέλιος Καζαντζίδης το 1966), ως “Duyduk duymadιk demeyin”. Υπάρχουν λοιπόν κάποιες συνδέσεις από το χθες, μεταξύ μουσικής Ελλάδας και Ανατολίας, αλλά βασικά, εδώ (στην από ’δω μεριά του Αιγαίου εννοώ) δεν είχαμε πάρει τίποτα χαμπάρι έως και το 1998.
Σε τελείως προσωπικό επίπεδο θυμάμαι πως στα 90
s εύρισκα στο Μοναστηράκι τούρκικα LP και singles, τα οποία και αγόραζα, αλλά τα άκουγα κάπως σαν... εξωτικά και βεβαίως αποσπασματικά. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι ρόλο παίζανε στη γείτονα, αν ήταν επιτυχίες, αν ανήκαν στο «underground» κύκλωμα κ.λπ. Δεν έγραφε κανείς, θέλω να πω γι’ αυτά τα πράγματα, τότε, στα μουσικά περιοδικά ή οπουδήποτε αλλού.
Αν λοιπόν στο γιουσουρούμ θα εντόπιζα και Barış Mançο (τουλάχιστον τρία LP του από τα late 70s-early 80s, για τα οποία τώρα «σκίζονται» οι συλλέκτες), και Alpay από τα σίξτις, και Ferdi Özbeğen, και μάλιστα 45άρι του από το Altın Mikrofon του 1965 (θα πω στη συνέχεια τι ήταν αυτό), και Selda, ένα ελληνικό(!) δισκάκι της σε ετικέτα Marionetta από το 1972 και άλλα διάφορα, στην πράξη όλα αυτά ήταν... σταγόνες στον ωκεανό – τυχαίες, για μένα, ηχογραφήσεις, που δεν μπορούσες να τις εντάξεις κάπου, σε κάτι ευρύτερο. Τούρκικοι δίσκοι, ok, κι εκεί κάπου τελείωνε το πανηγύρι. Σημειώνω λοιπόν το αληθινό... δισκορυχείο, που ήταν κάποτε το Μοναστηράκι –όταν μπορούσες να βρεις όλα αυτά, κι ακόμη περισσότερα, σε τιμές αστείες και σχεδόν τζάμπα– για να πάω παρακάτω.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/mia-istoria-toy-klasikoy-anadolu-rock-toy-rok-tis-toyrkias